σήριαλ

σήριαλ
και σίριαλ, το, Ν
άκλ. τηλεοπτικό έργο με πολλά επεισόδια, σε συνέχειες ή αυτοτελή, σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serial < series (< λατ. series «σειρά, ειρμός, συνέχεια» < sero «ενώνω, συμπλέκω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σίριαλ — το, Ν βλ. σήριαλ …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • Βουτσάς, Κώστας — (1931 –). Ηθοποιός του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Από τους δημοφιλέστερους της νεοελληνικής κωμωδίας, σπούδασε στη δραματική σχολή του Μακεδονικού Ωδείου και πρωτοεμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη στο Άνθος του γιαλού. Από το 1958… …   Dictionary of Greek

  • Λαζόπουλος, Λάκης — (Λάρισα 1955 –). Θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασε νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, όπου ανέβασε και τις πρώτες του θεατρικές παραστάσεις με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”